δάκρυ

δάκρυ
Υγρό διαφανές των δακρυϊκών αδένων, αντίδρασης αλκαλικής, το οποίο χρησιμεύει για την ύγρανση του βολβού του οφθαλμού και την απομάκρυνση ξένων σωμάτων. Το δ. περιέχει νερό και ανόργανες ουσίες, κυρίως χλωριούχο νάτριο και μαγνήσιο, θειούχο και φωσφορικό ασβέστιο και το ένζυμο λυζοσίμη που του δίνει βακτηριοκτόνες ιδιότητες. Το δ. συνήθως εκκρίνεται μετά από λύπη, χαρά και κάθε δυνατή συγκίνηση. δακρυϊκό σύστημα. Το σύνολο των οργάνων που μεριμνούν για την έκκριση και την αποχέτευση των δ. Το δακρυϊκό σύστημα αποτελείται κυρίως από έναν αδένα (δακρυϊκός αδένας) που βρίσκεται στο μπροστινό-πλάγιο μέρος του οφθαλμικού κόγχου, στη βάση του άνω βλεφάρου, και από ένα εκφορητικό σύστημα (δακρυϊκοί οδοί) που σχηματίζεται από δύο πόρους οι οποίοι αρχίζουν από το μέσα μέρος του άκρου των δύο βλεφάρων (δακρυϊκά σημεία) και κατόπιν ενώνονται σε μία μικρή δεξαμενή, τον δακρυϊκό ασκό. Αυτός ο ασκός βρίσκεται στην εσωτερική γωνία του οφθαλμικού κόγχου και συνεχίζει σε έναν πόρο (ρινοδακρυϊκός πόρος) που πορεύεται μέσα από το δακρυϊκό οστό, της άνω γνάθου και της κάτω ρινικής κόγχης, για να εκβάλει στη ρινική κοιλότητα. Ο δακρυϊκός αδένας χύνει το έκκριμά του στον άνω θόλο του επιπεφυκότα· τα δ., αφού διαβρέξουν τον επιπεφυκότα του βολβού, κατά ένα μέρος εξατμίζονται και κατά ένα μέρος μαζεύονται στη γωνία του ματιού, όπου εισχωρούν στους δακρυϊκούς πόρους και μέσα από τις υπόλοιπες οδούς φτάνουν στις ρινικές κοιλότητες. Η έκκριση των δ. έχει σκοπό να διατηρήσει υγρή και ελεύθερη από ξένα σώματα την επιφάνεια του βολβού· εκτός από αυτό συμβάλλει στην ύγρανση του οσφρητικού βλεννογόνου. Η δραστηριότητα του αδένα ελέγχεται από το νευρικό σύστημα και διεγείρεται όχι μόνο από φυσικά ερεθίσματα (ξηρότητα, ξένα σώματα του επιπεφυκότα) αλλά και από συγκινησιακούς παράγοντες (γέλιο, κλάμα). Η φλεγμονή του αδένα αποκαλείται δακρυαδενίτιδα και εκείνη του δακρυϊκού ασκού δακρυοκυστίτιδα. Αυτή η τελευταία ειδικά είναι από τις πιο συχνές παθήσεις του δακρυϊκού συστήματος. ΔΑΚΡΥΪΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
* * *
και δάκρυο (AM δάκρυ και δάκρυον)
1. το διαυγές υφάλμυρο υγρό το οποίο εκκρίνεται από τους δακρυϊκούς αδένες, κυρίως εξαιτίας κάποιας ισχυρής συγκινήσεως (λύπης, πόνου, χαράς κ.λπ.)
2. κάθε τι που στάζει, όπως το δάκρυ («δάκρυ πεύκινον», «το δάκρυ τού πεύκου»)
νεοελλ.
1. πολύ μικρή ποσότητα υγρού, σταγόνα, σταλαγματιά
2. ως επίθ. δάκρυ
ο καθαρός, ο διαυγής («κρασί δάκρυ»)
3. αρχιτ. στον πληθ. δάκρυα (ή σταγόνες)
έξι μικροί κόλουροι κώνοι, που βρίσκονται κάτω από το δωρικό τρίγλυφο
4. στον πληθ. δάκρυα
υποτυπώδεις, ατροφικές παραγναθίδες που φτάνουν μέχρι τον λοβό τού αφτιού, ειρωνικά «ιπποτικά δάκρυα»
5. «δάκρυα τής Παναγίας» — το φυτό ελίχρυσο* το σικελικό
6. φρ. α) «χύνει μαύρο δάκρυ» — είναι υπερβολικά θλιμμένος
β) «δεν βγάζει δάκρυ» — δεν συγκινείται, δεν δακρύζει
γ) «έχει τα δάκρυα στην τσέπη» — για τον ευσυγκίνητο
δ) «κροκοδείλια δάκρυα» — ψεύτικα, υποκριτικά κλάματα
ε) «δάκρυα τής αυγής» — η πρωινή δροσιά
7. παροιμ. α) «τα δάκρυα είναι φωτιά» — μεταδίδονται εύκολα απ' τον ένα στον άλλο
β) «βγάνει κι ο σκύλος δάκρυα» — για όσους συμπονούν υποκριτικά
αρχ.
η αφορμή τών δακρύων, το δάκρυμα («Θεύδοτε, κηδεμόνων μέγα δάκρυον»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχαία λ. που ανάγεται σε IE *dakreu- «δάκρυ» και απαντά επίσης σε άλλες γλώσσες ινδοευρωπαϊκές (πρβλ. αρχ. ινδ. asru- και aśra-n-, αβεστ. asrū, τύποι χωρίς αρχικό σύμφωνο, αρμ. artasu-k’, αρχ. άνω γερμανικό trahan, γοτθ. tagr). Τέλος, σχηματίζονται σύνθετα με α' συνθετικό δακρυο- αλλά και δάκρυ- (πρβλ. δακρυοειδής, δακρυγόνος).
ΠΑΡ. δακρύδιο, δακρυώδης
αρχ.
δακρυόεις
αρχ.-μσν.
δακρύω
μσν.- νεοελλ.
δακρύζω, δακρυώνω
νεοελλ.
δακρυακός, δακρυϊκός, δακρυούλι.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) δακρυγόνος, δακρυοποιός, δακρυρροή, δακρυχέω
αρχ.
δακρυοπετής, δακρυότιμος, δακρυπλώω, δακρυσίστακτος, δακρυσταγής, δακρυχαρής
αρχ.-μσν.
δακρύρροος
μσν.
δακρυοχυσία, δακρυδρυσοπόταμος δακρυοεξηρημένος, δακρυστάλακτος
μσν.- νεοελλ.
δακρυστάλαχτος
νεοελλ.
δακρυαγωγός, δακρυβολώ, δακρύδρεκτος, δακρύγελως, δακρυδόχος, δακρυλογώ, δακρυοειδής, δακρυοκρούσταλλος, δακρυόμορφος, δακρυοπότιστος, δακρυόπτωση, δακρυοσταλάζω, δακρυφόρος. (Β' συνθετικό) άδακρυς, ένδακρυς, περίδακρυς, πολύδακρυς, υπόδακρυς
αρχ.
αινόδακρυς, αιολόδακρυς, ακριτόδακρυς, αναγκόδακρυς, απειρόδακρυς, αρίδακρυς, αρτίδακρυς, δαρύδακρυς, γλυκύδακρυς, επίδακρυς, ετοιμόδακρυς, ιερόδακρυς, ποικιλόδακρυς, ταχύδακρυς, φιλόδακρυς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δάκρυ' — δάκρυα , δάκρυον tear neut nom/voc/acc pl δάκρυα , δάκρυον tear neut nom/voc/acc pl δάκρυϊ , δάκρυον tear neut dat sg δάκρυε , δάκρυον tear neut nom/voc/acc dual δάκρῡε , δακρύω weep pres imperat act 2nd sg δάκρῡε , δακρύω weep imperf ind act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάκρυ — το 1. υγρό διάφανο και υφάλμυρο που εκκρίνεται από τους δακρυϊκούς αδένες των ματιών μας, για να τα κρατάει υγρά: Τα δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια του ποτάμι. 2. ό,τι στάζει σαν δάκρυ. 3. μικρή ποσότητα υγρού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δάκρυ — δάκρυον tear neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δάκρυ’ ἀδάκρυα. — См. Немая печаль …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • δακρύοντ' — δακρύ̱οντα , δακρύω weep pres part act neut nom/voc/acc pl δακρύ̱οντα , δακρύω weep pres part act masc acc sg δακρύ̱οντι , δακρύω weep pres part act masc/neut dat sg δακρύ̱οντι , δακρύω weep pres ind act 3rd pl (doric) δακρύ̱οντε , δακρύω weep… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δακρύουσ' — δακρύ̱ουσα , δακρύω weep pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) δακρύ̱ουσι , δακρύω weep pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) δακρύ̱ουσι , δακρύω weep pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) δακρύ̱ουσαι ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δακρύετε — δακρύ̱ετε , δακρύω weep pres imperat act 2nd pl δακρύ̱ετε , δακρύω weep pres ind act 2nd pl δακρύ̱ετε , δακρύω weep imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δακρύηι — δακρύ̱ῃ , δακρύω weep pres subj mp 2nd sg δακρύ̱ῃ , δακρύω weep pres ind mp 2nd sg δακρύ̱ῃ , δακρύω weep pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δακρύσει — δακρύ̱σει , δακρύω weep aor subj act 3rd sg (epic) δακρύ̱σει , δακρύω weep fut ind mid 2nd sg δακρύ̱σει , δακρύω weep fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δακρύσουσι — δακρύ̱σουσι , δακρύω weep aor subj act 3rd pl (epic) δακρύ̱σουσι , δακρύω weep fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) δακρύ̱σουσι , δακρύω weep fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”